μυϊκός τόνος

μυϊκός τόνος
Κατάσταση ελαφράς σύσπασης των μυών, που υπάρχει ακόμα και όταν ο μυς βρίσκεται σε ανάπαυση, και καταργείται με την τομή ή την αναισθησία των νευρικών συνάψεων (μυϊκή χαλάρωση) και με την ενεργή σύσπαση. Αποτελεί βασική ιδιότητα των μυϊκών ινών, μόνιμη και ανεξάρτητη από τη θέληση, και δεν είναι απλώς αποτέλεσμα των ελαστικών ιδιοτήτων του μυός, αλλά διατηρείται από ερεθίσματα που εκπέμπουν συνεχώς τα νευρικά κέντρα. Μεταξύ σύσπασης και μ.τ. υπάρχει περισσότερο ποσοτική παρά ποιοτική διαφορά, η οποία εξαρτάται από τον αριθμό των μυϊκών ινών που μετέχουν στο κάθε φαινόμενο. Οι μηχανισμοί που ρυθμίζουν τον μ.τ. αποτελούν ένα από τα πιο πολύπλοκα φαινόμενα της νευροφυσιολογίας. Στον καθορισμό αυτής της κατάστασης ημισύσπασης σε ανάπαυση, συντελούν ανατομικο-φυσιολογικές κατασκευές του μυός (μυο-τενόντια όργανα του Γκόλτζι και νευρομυϊκές συνάψεις), πυρήνες του νωτιαίου μυελού, νεύρα του νωτιαίου μυελού (αισθητικές και κινητικές ίνες), εγκεφαλικά κέντρα (δικτυωτό σύστημα, παρεγκεφαλίδα, εξωπυραμιδικοί πυρήνες), που, εκτός από τη ρύθμιση του μ.τ., ελέγχουν τη συνεργία στις διάφορες ομάδες μυών. Η αύξηση του φυσιολογικού βαθμού τάσης καλείται υπερτονία, η ελάττωση υποτονία, η ανώμαλη κατανομή της δυστονία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… …   Dictionary of Greek

  • τόνος — I (λ. γαλλ.) 1. μονάδα για μέτρηση βάρους ισοδύναμη με 1.000 κιλά. 2. μέτρο χωρητικότητας των πλοίων, κόρος: Δεξαμενόπλοιο 50.000 τόνων. 3. μεγαλόσωμο ψάρι με σώμα μακρουλό. II 1. ύψωση ήχου ή φωνής: Βαρύς τόνος της φωνής. 2. απόχρωση της φωνής:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μυϊκός — ή, ό (ανατ. βιολ.) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους μυς ή αυτός που αποτελείται από μυς (α. «μυϊκή δύναμη» β. «μυϊκή λειτουργία» γ. «μυϊκός ιστός») 2. φρ. α) «μυϊκές ίνες» τα χαρακτηριστικού επιμήκους σχήματος κύτταρα από τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • ύπνος — Φυσιολογικό φαινόμενο, που χαρακτηρίζει όλα τα ανώτερα ζώα και συνίσταται σε αυτόματη αναστολή των νευρικών και ψυχικών δραστηριοτήτων, που μας συνδέουν με τον εξωτερικό κόσμο. Στη διάρκεια του ύ. είναι ελαττωμένα ο μυϊκός τόνος, η αρτηριακή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”